- αίσακος
- Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Πρίαμου και της Αρίσβης, σύζυγος της Αστερόπης. Από τον παππού του Μέροπα διδάχτηκε την ονειρομαντεία, με την οποία ερμήνευσε το όνειρο της Εκάβης (που είδε ότι γέννησε δαυλό αναμμένο), όταν ήταν έγκυος στον Πάρη, ως αιτία μεγάλων συμφορών για την Τροία· γι’ αυτό συμβούλευσε να εκθέσουν το βρέφος μόλις γεννηθεί, στο βουνό. Μετά τον άτυχο θάνατο της συζύγου του κυριεύτηκε από μελαγχολία και έπεσε στη θάλασσα, όπου η θεά Θέτιδα τον μεταμόρφωσε στο πουλί βουτήχτρα (αίθυια).
Α. λεγόταν και ο αρχηγός των Κενταύρων.
* * *αἴσακος, ο (ΑΜ)κλαδί μυρτιάς ή δάφνης, που, την ώρα του δείπνου, ο ένας συνδαιτυμόνας έδινε με το χέρι στον άλλον προκαλώντας τον έτσι να τραγουδήσει.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., πιθ. προελληνικό (μικρασιατικό) δάνειο].
Dictionary of Greek. 2013.